τεχνολόγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγος — ο, η ο ειδικός της τεχνολογίας, αυτός που γνωρίζει πώς μετατρέπονται οι πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τεχνολόγοις — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc dat pl τεχνολόγος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγου — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc gen sg τεχνολόγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγους — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc acc pl τεχνολόγος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγων — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc gen pl τεχνολόγος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεχνολόγοι — τεχνολόγος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Tecnología — (Del gr. tekhne, arte + logos, ciencia.) ► sustantivo femenino 1 TECNOLOGÍA Estudio de los medios, técnicas y procesos empleados en cualquier campo y orientados al progreso y al desarrollo. SINÓNIMO técnica 2 TECNOLOGÍA Conjunto de los… … Enciclopedia Universal
хитрословесный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (греч. τεχνολόγος) искусно говорящий, красноречивый.… … Словарь церковнославянского языка
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek