τεχνολόγος

τεχνολόγος
ο, ΝΑ, και τεχνολόγος, η, Ν
αυτός που εξετάζει κάτι σύμφωνα με τους κανόνες τής τέχνης
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τεχνολογία
2. αυτός που μιλά ή γράφει περί τέχνης
3. αυτός που μιλά με τέχνη
4. αυτός που ασχολείται με τη γραμματική τεχνολογία
αρχ.
αυτός που ασχολείται με τους κανόνες τής ρητορικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεχνολόγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολόγος — ο, η ο ειδικός της τεχνολογίας, αυτός που γνωρίζει πώς μετατρέπονται οι πρώτες ύλες σε βιομηχανικά προϊόντα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνολόγοις — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc dat pl τεχνολόγος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολόγου — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc gen sg τεχνολόγος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολόγους — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc acc pl τεχνολόγος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολόγων — τεχνόλογος writer on the art of rhetoric masc gen pl τεχνολόγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνολόγοι — τεχνολόγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tecnología — (Del gr. tekhne, arte + logos, ciencia.) ► sustantivo femenino 1 TECNOLOGÍA Estudio de los medios, técnicas y procesos empleados en cualquier campo y orientados al progreso y al desarrollo. SINÓNIMO técnica 2 TECNOLOGÍA Conjunto de los… …   Enciclopedia Universal

  • хитрословесный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. τεχνολόγος) искусно говорящий, красноречивый.… …   Словарь церковнославянского языка

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”